- αμοιρία
- αμοιρία, η και αμοιριά, ηη κακοτυχία: Τέτοια αμοιριά δεν είχε ξανακούσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμοιρία — και ιά, η [άμοιρος] το να μην έχει κανείς καλή μοίρα, ατυχία, κακοτυχία … Dictionary of Greek
ἀμοιρίας — ἀμοιρίᾱς , ἀμοιρία fem acc pl ἀμοιρίᾱς , ἀμοιρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… … Dictionary of Greek